καταστωμύλλομαι

καταστωμύλλομαι
καταστωμύλλομαι (Α)
1. φλυαρώ υπερβολικά, πολυλογώ
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστωμυλμένος, -η, -ον
φλύαρος, πολυλογάς
3. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεστωμυλμένα
πράγματα που έχουν επαναληφθεί φλύαρα πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στωμύλλομαι «φλυαρώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατεστωμυλμένα — καταστωμύλλομαι chatter perf part mp neut nom/voc/acc pl κατεστωμυλμένᾱ , καταστωμύλλομαι chatter perf part mp fem nom/voc/acc dual κατεστωμυλμένᾱ , καταστωμύλλομαι chatter perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστωμυλμένον — καταστωμύλλομαι chatter perf part mp masc acc sg καταστωμύλλομαι chatter perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστωμυλμένε — καταστωμύλλομαι chatter perf part mp masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστωμυλμένος — καταστωμύλλομαι chatter perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστωμύλατο — κατεστωμύ̱λατο , καταστωμύλλομαι chatter aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”